διαγεύω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diageyo | |Transliteration C=diageyo | ||
|Beta Code=diageu/w | |Beta Code=diageu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[give a taste of]], τινὰ τῆς φωνῆς καὶ τοῦ μέλους Eun.''Hist.''p.247 D.<br><span class="bld">II</span> Med., [[taste]], Plu.2.469c, ''Gp.''7.7.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> en v. med. [[gustar]], [[degustar]], [[catar]] πρὸς τὸ [[ἄριστον]] ὀξίνην ἐζήτει διαγευόμενος Plu.2.469c, τοὺς οἴνους <i>Gp</i>.7.7.1<br /><b class="num">•</b>c. gen. οἴνου Gal.8.944.<br /><b class="num">II</b> en v. act.<br /><b class="num">1</b> [[hacer gustar a uno de]], [[dar a probar]] c. gen. τῆς φωνῆς [[αὑτοῦ]] διέγευσε καὶ τοῦ μέλους Eun.<i>Hist</i>.48.1.<br /><b class="num">2</b> [[ingerir]] en v. pas. τῆς τροφῆς ... διαγευθείσης Didym.<i>in Eccl</i>.324.27. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγεύω''': [[παρέχω]] πρὸς γεῦσιν, τινός τινα Εὐνάπ. Ἐκλ. σ. 80, 15. -μέσ. διαγεύομαι, γεύομαι, Πλούτ. 2, 469B· -διάγευσις, εως, ἡ [[γεῦσις]], Γεωπ. 7. 7. | |lstext='''διαγεύω''': [[παρέχω]] πρὸς γεῦσιν, τινός τινα Εὐνάπ. Ἐκλ. σ. 80, 15. -μέσ. διαγεύομαι, γεύομαι, Πλούτ. 2, 469B· -διάγευσις, εως, ἡ [[γεῦσις]], Γεωπ. 7. 7. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
A give a taste of, τινὰ τῆς φωνῆς καὶ τοῦ μέλους Eun.Hist.p.247 D.
II Med., taste, Plu.2.469c, Gp.7.7.1.
Spanish (DGE)
I en v. med. gustar, degustar, catar πρὸς τὸ ἄριστον ὀξίνην ἐζήτει διαγευόμενος Plu.2.469c, τοὺς οἴνους Gp.7.7.1
•c. gen. οἴνου Gal.8.944.
II en v. act.
1 hacer gustar a uno de, dar a probar c. gen. τῆς φωνῆς αὑτοῦ διέγευσε καὶ τοῦ μέλους Eun.Hist.48.1.
2 ingerir en v. pas. τῆς τροφῆς ... διαγευθείσης Didym.in Eccl.324.27.
Greek (Liddell-Scott)
διαγεύω: παρέχω πρὸς γεῦσιν, τινός τινα Εὐνάπ. Ἐκλ. σ. 80, 15. -μέσ. διαγεύομαι, γεύομαι, Πλούτ. 2, 469B· -διάγευσις, εως, ἡ γεῦσις, Γεωπ. 7. 7.