δαπανητικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dapanitikos
|Transliteration C=dapanitikos
|Beta Code=dapanhtiko/s
|Beta Code=dapanhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.12.67</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.5</span>. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>.</span>
|Definition=δαπανητική, δαπανητικόν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.''Myst.''2.5. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] S.E.''P.''1.230.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que consume]], [[que agota]] δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... [[δύναμις]] Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν [[ἐγκράτεια]] Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.<i>Hex</i>.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego</i> Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356<br /><b class="num">•</b>en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados</i> Basil.M.31.281B<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ δαπανητικόν]] = [[destrucción]] τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.<i>Myst</i>.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.<br /><b class="num">2</b> adv. [[δαπανητικῶς]] = [[pródigamente]] βιοῦν S.E.<i>P</i>.1.230.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰπᾰνητικός''': -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, [[φάρμακον]] δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.
|lstext='''δᾰπᾰνητικός''': -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, [[φάρμακον]] δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que consume]], [[que agota]] δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... [[δύναμις]] Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν [[ἐγκράτεια]] Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.<i>Hex</i>.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego</i> Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356<br /><b class="num">•</b>en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados</i> Basil.M.31.281B<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ δαπανητικόν]] = [[destrucción]] τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.<i>Myst</i>.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.<br /><b class="num">2</b> adv. [[δαπανητικῶς]] = [[pródigamente]] βιοῦν S.E.<i>P</i>.1.230.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαπανητικός]], -ή, -όν (Α) [[δαπανώ]]<br />Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σπάταλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δαπανητικόν</i><br />[[καταστροφή]], [[φθορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δαπανητικῶς</i><br />με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.
|mltxt=[[δαπανητικός]], -ή, -όν (Α) [[δαπανώ]]<br />Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σπάταλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δαπανητικόν</i><br />[[καταστροφή]], [[φθορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δαπανητικῶς</i><br />με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνητικός Medium diacritics: δαπανητικός Low diacritics: δαπανητικός Capitals: ΔΑΠΑΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dapanētikós Transliteration B: dapanētikos Transliteration C: dapanitikos Beta Code: dapanhtiko/s

English (LSJ)

δαπανητική, δαπανητικόν, consuming, δύναμις Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.Myst.2.5. Adv. δαπανητικῶς = extravagantly, βιοῦν S.E.P.1.230.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que consume, que agota δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... δύναμις Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν ἐγκράτεια Gr.Nyss.V.Mos.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.Hex.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356
en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados Basil.M.31.281B
subst. τὸ δαπανητικόν = destrucción τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.Myst.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.
2 adv. δαπανητικῶς = pródigamente βιοῦν S.E.P.1.230.

German (Pape)

[Seite 522] aufzehrend, aufreibend, Sp. z. B. φάρμακον. – Adv., Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπᾰνητικός: -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, φάρμακον δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.

Greek Monolingual

δαπανητικός, -ή, -όν (Α) δαπανώ
Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι
2. σπάταλος
3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν
καταστροφή, φθορά
II. επίρρ. δαπανητικῶς
με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.