Κερβέριοι: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "(οἱ)" to "(οἱ)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kerverioi | |Transliteration C=Kerverioi | ||
|Beta Code=*kerbe/rioi | |Beta Code=*kerbe/rioi | ||
|Definition=οἱ, Comic form of [[Κιμμέριοι]], read by Crates in | |Definition=οἱ, Comic form of [[Κιμμέριοι]], read by Crates in Od.11.14 (Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.''Ra.''187: with a play upon [[Κέρβερος]], cf. ''EM''513.45. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ, Comic form of Κιμμέριοι, read by Crates in Od.11.14 (Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.Ra.187: with a play upon Κέρβερος, cf. EM513.45.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Kerbéries, autre n. des Cimmériens, SOPH. (EM p. 543.43) ; AR. Ran. 187 (cf. Κιμμέριοι).
Russian (Dvoretsky)
Κερβέριοι: οἱ керберии Arph. = Κιμμέριοι.
Greek (Liddell-Scott)
Κερβέριοι: οἱ, κωμικὸς τύπος τοῦ Κιμμέριοι, ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Κέρβερος, πρβλ. Μεγ. Ἐτυμολ. 513. 43 (ἔνθα ἴδε Gaisf.).
Greek Monolingual
Κερβέριοι, οἱ (Α) Κέρβερος
κωμική ονομασία τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική αναφορά προς τον Κέρβερο.