ὑπόδυμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodyma
|Transliteration C=ypodyma
|Beta Code=u(po/duma
|Beta Code=u(po/duma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tunic, undergarment</b>, IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = [[ὑπεζωκὼς χιτών]], <b class="b2">the lining membrane of the chest (pleura)</b>, Cael.Aur.<span class="title">TP</span>1.4.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[tunic]], [[undergarment]], IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = [[ὑπεζωκὼς χιτών]], the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.''TP''1.4.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπόδυμα''': τό, [[ὑποδύτης]], [[φόρεμα]] ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. [[ὑπόδυμα]] μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν [[ὅλως]] [[ἄλλῃ]] σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.<br />ὑπόδῠμα: τό, = [[ὑπόζωμα]], Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296.
}}
{{grml
|mltxt=-ύματος, τὸ, Α [[ὑποδύω]]<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[διάφραγμα]], [[υπόζωμα]]<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]], [[υποδύτης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδυμα Medium diacritics: ὑπόδυμα Low diacritics: υπόδυμα Capitals: ΥΠΟΔΥΜΑ
Transliteration A: hypódyma Transliteration B: hypodyma Transliteration C: ypodyma Beta Code: u(po/duma

English (LSJ)

-ατος, τό, tunic, undergarment, IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = ὑπεζωκὼς χιτών, the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.TP1.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδυμα: τό, ὑποδύτης, φόρεμα ὃ ὑποδύεταί τις, Ἐπιγραφ. Ἀνδρανίας L. et. F. 326 a. -Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται ἡ λέξ. ὑπόδυμα μόνον ἐκ τοῦ Καιλίου Αὐρηλιανοῦ καὶ ἐν ὅλως ἄλλῃ σημασίᾳ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
ὑπόδῠμα: τό, = ὑπόζωμα, Cael. Aurelianus Morb. chron. 1, 4, σ. 296.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑποδύω
1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα
2. ένδυμα, υποδύτης.