κατακρήμναμαι: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakrimnamai | |Transliteration C=katakrimnamai | ||
|Beta Code=katakrh/mnamai | |Beta Code=katakrh/mnamai | ||
|Definition=Pass., = [[κατακρέμαμαι]], | |Definition=Pass., = [[κατακρέμαμαι]], Hp.''Morb.''2.10, Ar.''Nu.'' 377: impf. [[κατεκρημνῶντο]] (from [[κατακρημνάομαι]]) ''h.Bacch.''39, prob. in Dsc.4.46, J.''AJ''3.7.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.
French (Bailly abrégé)
être suspendu, bringuebaler.
Étymologie: κατά, κρήμναμαι.
Russian (Dvoretsky)
κατακρήμνᾰμαι: (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.
Greek Monolingual
κατακρήμναμαι (Α)
κατακρέμαμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρήμναμαι «κρέμομαι»].
Greek Monotonic
κατακρήμνᾰμαι: Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Πασς., = κατακρέμαμαι, Ar.]