ἡμισεύω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imiseyo | |Transliteration C=imiseyo | ||
|Beta Code=h(miseu/w | |Beta Code=h(miseu/w | ||
|Definition=(ἥμισυς) < | |Definition=([[ἥμισυς]])<br><span class="bld">A</span> [[halve]], [[LXX]] ''Ps.''54(55).24, Aq.''Ge.'' 33.1.<br><span class="bld">2</span> [[boil down to one half]], Hippiatr.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl. | |lstext='''ἡμισεύω''': ([[ἥμισυς]]) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμισεύω]] (AM) [[ήμισυς]]<br /><b>1.</b> [[διαιρώ]] [[κάτι]] στα δύο, [[σμικρύνω]] [[κατά]] το ήμισυ [[διχοτομώ]], μεσιάζω<br /><b>2.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] ώσπου να μείνει το μισό. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἥμισυς)
A halve, LXX Ps.54(55).24, Aq.Ge. 33.1.
2 boil down to one half, Hippiatr.2.
German (Pape)
[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.
Greek Monolingual
ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.