ἡλιοκαής: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliokais | |Transliteration C=iliokais | ||
|Beta Code=h(liokah/s | |Beta Code=h(liokah/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡλιοκαές, ([[κάω]], [[καίω]]) [[sunburnt]], Luc.''Lex.''2; [[ὄστρακον]] [[varia lectio|v.l.]] in Dsc.2.2: [[ἡλιοκαές]], τό, name of a [[powder]], Orib.''Fr.''115. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡλιοκαές, (κάω, καίω) sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: ἡλιοκαές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 1162] ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσθαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brûlé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοκᾰής: обожженный солнцем Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοκᾰής: -ές, (κάω, καίω) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. διακαής, πυρικαής].