ἔναθλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enathlos
|Transliteration C=enathlos
|Beta Code=e)/naqlos
|Beta Code=e)/naqlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[laborious]], πόνοι <span class="bibl">Ph.1.646</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἔναθλον, τό</b>, [[contest]], in pl., dub. in <span class="title">IG</span>7.2532.</span>
|Definition=ἔναθλον,<br><span class="bld">A</span> [[laborious]], πόνοι Ph.1.646.<br><span class="bld">II</span> [[ἔναθλον]], τό, [[contest]], in plural, dub. in ''IG''7.2532.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que requiere esfuerzo]] πόνοι Ph.1.646.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔναθλα [[proezas]] μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔναθλος''': -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, [[ἐπίπονος]], πόνοι Φίλων 1. 646.
|lstext='''ἔναθλος''': -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, [[ἐπίπονος]], πόνοι Φίλων 1. 646.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que requiere esfuerzo]] πόνοι Ph.1.646.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἔναθλα [[proezas]] μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔναθλος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα και [[άθληση]], [[κουραστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔναθλον</i><br />ο [[αγώνας]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔναθλος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται με αγώνα και [[άθληση]], [[κουραστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔναθλον</i><br />ο [[αγώνας]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναθλος Medium diacritics: ἔναθλος Low diacritics: έναθλος Capitals: ΕΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: énathlos Transliteration B: enathlos Transliteration C: enathlos Beta Code: e)/naqlos

English (LSJ)

ἔναθλον,
A laborious, πόνοι Ph.1.646.
II ἔναθλον, τό, contest, in plural, dub. in IG7.2532.

Spanish (DGE)

-ον
1 que requiere esfuerzo πόνοι Ph.1.646.
2 subst. τὰ ἔναθλα proezas μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.

German (Pape)

[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον
ο αγώνας.