ξυρός: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(27)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksyros
|Transliteration C=ksyros
|Beta Code=curo/s
|Beta Code=curo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ξυρόν]], <span class="bibl">Archipp.45</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.66</span>, v.l. in <span class="title">AP</span>11.288 (Pall.) ; <b class="b3">ξ. εἰς ἀκόνην</b>, prov. of lucky meetings, Suid.</span>
|Definition=ὁ, = [[ξυρόν]], Archipp.45, Alciphr.3.66, [[varia lectio|v.l.]] in ''AP''11.288 (Pall.); <b class="b3">ξ. εἰς ἀκόνην</b>, [[proverb|prov.]] of lucky meetings, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]].
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρός Medium diacritics: ξυρός Low diacritics: ξυρός Capitals: ΞΥΡΟΣ
Transliteration A: xyrós Transliteration B: xyros Transliteration C: ksyros Beta Code: curo/s

English (LSJ)

ὁ, = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.); ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.

German (Pape)

[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.