διάφρυκτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diafryktos | |Transliteration C=diafryktos | ||
|Beta Code=dia/fruktos | |Beta Code=dia/fruktos | ||
|Definition= | |Definition=διάφρυκτον, [[parched]], of beans used in voting, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—hence [[διαφρυκτόω]], [[vote]] or [[cast lots]], Id., ''EM''271.50, Suid. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
διάφρυκτον, parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence διαφρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.
Spanish (DGE)
-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
Greek (Liddell-Scott)
διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.