εὐκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkatastatos
|Transliteration C=efkatastatos
|Beta Code=eu)kata/statos
|Beta Code=eu)kata/statos
|Definition=ον, [[well-fixed]], [[firmly established]], διάθεσις <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.87</span>, cf. <span class="bibl">Asp.<span class="title">in EN</span>106.11</span>; τὰ τοῦ τόνου εὐ. γίνεται <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>157.16</span>.
|Definition=εὐκατάστατον, [[well-fixed]], [[firmly established]], διάθεσις Alex.Aphr.''Pr.''1.87, cf. Asp.''in EN''106.11; τὰ τοῦ τόνου εὐ. γίνεται A.D.''Adv.''157.16.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάστᾰτος Medium diacritics: εὐκατάστατος Low diacritics: ευκατάστατος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: eukatástatos Transliteration B: eukatastatos Transliteration C: efkatastatos Beta Code: eu)kata/statos

English (LSJ)

εὐκατάστατον, well-fixed, firmly established, διάθεσις Alex.Aphr.Pr.1.87, cf. Asp.in EN106.11; τὰ τοῦ τόνου εὐ. γίνεται A.D.Adv.157.16.

German (Pape)

[Seite 1074] gut eingerichtet, feststehend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάστᾰτος: -ον, ἐν καλῇ καταστάσει, στερεός, εὐσταθής, ἀπαθής, ἥσυχος, Ἐφρ. Σύρ. τ. 3. σ. 138Α, κλ. - Ἐπίρρ. εὐκαταστάτως, εὐσταθῶς, ἀταράχως, Μακάρ. 517D.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατάστατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός
2. (για κρήνη) αυτή που τρέχει αδιάκοπα, ασταμάτητα.
επίρρ...
εὐκαταστάτως (ΑΜ)
στερεά, σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-στατός (< καθ-ίστημι)].