καμαρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamarotos
|Transliteration C=kamarotos
|Beta Code=kamarwto/s
|Beta Code=kamarwto/s
|Definition=ή<b class="b3">, όν</b> (<b class="b3">-ός, όν</b> Erot. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> s.v. [[καμμάρῳ]]), <b class="b2">vaulted, arched</b>, <span class="bibl">Str.16.1.5</span>; στέγη <span class="bibl">Callix.2</span>; ἅρματα <span class="bibl">Ath.4.139f</span>.</span>
|Definition=καμαρωτή, καμαρωτόν (<b class="b3">-ός, όν</b> Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[καμμάρῳ]]), [[vaulted]], [[arched]], Str.16.1.5; στέγη Callix.2; ἅρματα Ath.4.139f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] gewölbt, bedeckt; [[στέγη]] Ath. V, 196 c; [[ἅρμα]] IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] gewölbt, bedeckt; [[στέγη]] Ath. V, 196 c; [[ἅρμα]] IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰμᾰρωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., [[θολωτός]], καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ μετὰ καμαροειδοῦς στέγης, [[σκεπαστός]], Ἀθήν. 139F, 196C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καμαρωτός]], -ή, -όν, Α και [[καμαρωτός]], -όν) [[καμαρώ]]<br />αυτός που έχει [[καμάρα]] ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν [[καμάρα]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]], [[τοξοειδής]] («ψαλιδώμασι καμαρωτοῖς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερήφανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά [[υπερήφανος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμαρωτά</i><br /><b>1.</b> (για [[κτίσμα]]) με [[καμάρα]] ή καμάρες<br /><b>2.</b> με [[καμάρι]], με [[έπαρση]], με [[υπερηφάνεια]].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμαρωτός Medium diacritics: καμαρωτός Low diacritics: καμαρωτός Capitals: ΚΑΜΑΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kamarōtós Transliteration B: kamarōtos Transliteration C: kamarotos Beta Code: kamarwto/s

English (LSJ)

καμαρωτή, καμαρωτόν (-ός, όν Erot. s.v. καμμάρῳ), vaulted, arched, Str.16.1.5; στέγη Callix.2; ἅρματα Ath.4.139f.

German (Pape)

[Seite 1316] gewölbt, bedeckt; στέγη Ath. V, 196 c; ἅρμα IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., θολωτός, καὶ οἶκοι καμαρωτοὶ πάντες διὰ τὴν ἀξυλίαν Στράβ. 738· ὁ μετὰ καμαροειδοῦς στέγης, σκεπαστός, Ἀθήν. 139F, 196C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καμαρωτός, -ή, -όν, Α και καμαρωτός, -όν) καμαρώ
αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῖς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.)
νεοελλ.
1. υπερήφανος
2. αυτός που καμαρώνει, που κορδώνεται, ο επιδεικτικά υπερήφανος.
επίρρ...
καμαρωτά
1. (για κτίσμα) με καμάρα ή καμάρες
2. με καμάρι, με έπαρση, με υπερηφάνεια.