τηλέπλανος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tileplanos | |Transliteration C=tileplanos | ||
|Beta Code=thle/planos | |Beta Code=thle/planos | ||
|Definition= | |Definition=τηλέπλανον, [[far-wandering]], <b class="b3">πλάναι τ.</b> [[devious]] wanderings, A.''Pr.''576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for [[τηλέπλαγκτοι]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
τηλέπλανον, far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
τηλέπλᾰνος: далеко блуждающий, т. е. дальний, отдаленный (πλάναι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλίπλανος, πολύπλανος].
Greek Monotonic
τηλέπλᾰνος: -ον, αυτός που παραπλανά από μακριά, ύπουλος, σε Αισχύλ.