ἄστιος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astios
|Transliteration C=astios
|Beta Code=a)/stios
|Beta Code=a)/stios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀστικός]], [[δίκα]] <span class="title">GDI</span>4976 (Crete), <span class="title">IG</span>5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); <b class="b3">πεντηκοστὴ ἡ ἀ</b>. ib.11.287<span class="hiitalic">A</span>9 (Delos, iii B.C.).</span>
|Definition=α, ον, = [[ἀστικός]], [[δίκα]] ''GDI''4976 (Crete), ''IG''5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); <b class="b3">πεντηκοστὴ ἡ ἀ.</b> ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> Ϝάστιος <i>ICr</i>.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)<br />[[de la ciudad]], [[celebrado en la ciudad]] δίκα <i>ICr</i>.l.c., <i>IG</i> 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. <i>IG</i> 11(2).287A.9 (Delos III a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄστιος]], -α, -ον (Α)<br />[[αστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[προάστιος]] (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. [[προάστιον]], το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστιος Medium diacritics: ἄστιος Low diacritics: άστιος Capitals: ΑΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ástios Transliteration B: astios Transliteration C: astios Beta Code: a)/stios

English (LSJ)

α, ον, = ἀστικός, δίκα GDI4976 (Crete), IG5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); πεντηκοστὴ ἡ ἀ. ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): Ϝάστιος ICr.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)
de la ciudad, celebrado en la ciudad δίκα ICr.l.c., IG 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. IG 11(2).287A.9 (Delos III a.C.).

Greek Monolingual

ἄστιος, -α, -ον (Α)
αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός.
ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].