ἄστιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astios | |Transliteration C=astios | ||
|Beta Code=a)/stios | |Beta Code=a)/stios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, = [[ἀστικός]], [[δίκα]] ''GDI''4976 (Crete), ''IG''5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); <b class="b3">πεντηκοστὴ ἡ ἀ.</b> ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, = ἀστικός, δίκα GDI4976 (Crete), IG5(2).357.26 (Stymphalus, iii B. C.); πεντηκοστὴ ἡ ἀ. ib.11.287A9 (Delos, iii B.C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): Ϝάστιος ICr.4.13g-i.2 (VII/VI a.C.)
de la ciudad, celebrado en la ciudad δίκα ICr.l.c., IG 5(2).357.26 (Estínfalo III a.C.), como entidad política πεντηκοστὴ ἡ ἀ. IG 11(2).287A.9 (Delos III a.C.).
Greek Monolingual
ἄστιος, -α, -ον (Α)
αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός.
ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].