πηλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pilaios
|Transliteration C=pilaios
|Beta Code=phlai=os
|Beta Code=phlai=os
|Definition=α, ον, (πηλός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of clay</b>, πλίνθος <span class="bibl">Man.4.292</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">living in mud</b>, of fish, <span class="bibl">Paus.4.34.2</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[πηλός]])<br><span class="bld">A</span> [[made of clay]], πλίνθος Man.4.292.<br><span class="bld">II</span> [[living in mud]], of fish, Paus.4.34.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηλαῖος''': -α, -ον, ([[πηλὸς]]) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, [[πλίνθος]] Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.
|lstext='''πηλαῖος''': -α, -ον, ([[πηλὸς]]) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, [[πλίνθος]] Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πηλό<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[τροχαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλαῖος Medium diacritics: πηλαῖος Low diacritics: πηλαίος Capitals: ΠΗΛΑΙΟΣ
Transliteration A: pēlaîos Transliteration B: pēlaios Transliteration C: pilaios Beta Code: phlai=os

English (LSJ)

α, ον, (πηλός)
A made of clay, πλίνθος Man.4.292.
II living in mud, of fish, Paus.4.34.2.

German (Pape)

[Seite 610] 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνθος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.

Greek (Liddell-Scott)

πηλαῖος: -α, -ον, (πηλὸς) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, πλίνθος Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πηλό
2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχαίος)].