ἐκφραστικός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekfrastikos
|Transliteration C=ekfrastikos
|Beta Code=e)kfrastiko/s
|Beta Code=e)kfrastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[descriptive]]: τὸ [[ἐκφραστικόν]] = the [[faculty]] of [[describing]], <span class="bibl">D.L. 5.65</span>.</span>
|Definition=ἐκφραστική, ἐκφραστικόν, [[descriptive]]: τὸ [[ἐκφραστικόν]] = the [[faculty]] of [[describing]], D.L. 5.65; adv. [[ἐκφραστικῶς]] = [[descriptively]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[descriptivo]] ἡ [[διήγησις]] ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[capacidad de describir]] D.L.5.65.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐκφραστικῶς]] = [[descriptivamente]] λέγει [[ἐκφραστικῶς]] ὁ [[ποιητής]] ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.419.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφραστικός''': -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.
|lstext='''ἐκφραστικός''': -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ [[δύναμις]] τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[descriptivo]] ἡ [[διήγησις]] ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἐ. [[capacidad de describir]] D.L.5.65.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐκφραστικῶς]] = [[descriptivamente]] λέγει ἐ. ὁ ποιητής ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.419.24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐκφραστικός]], -ή, -όν)<br />ο αναφερόμενος στην [[έκφραση]], ο [[ικανός]] να εκφράζεται ζωηρά, [[περιγραφικός]], αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, [[ψυχικό]] κόσμο («εκφραστικό [[πρόσωπο]], [[βλέμμα]], [[κίνηση]], κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκφραστικόν</i><br />η [[δύναμη]] της εκφράσεως, η [[εκφραστικότητα]], η [[έκφραση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐκφραστικός]], -ή, -όν)<br />ο αναφερόμενος στην [[έκφραση]], ο [[ικανός]] να εκφράζεται ζωηρά, [[περιγραφικός]], αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, [[ψυχικό]] κόσμο («εκφραστικό [[πρόσωπο]], [[βλέμμα]], [[κίνηση]], κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκφραστικόν</i><br />η [[δύναμη]] της εκφράσεως, η [[εκφραστικότητα]], η [[έκφραση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφραστικός Medium diacritics: ἐκφραστικός Low diacritics: εκφραστικός Capitals: ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphrastikós Transliteration B: ekphrastikos Transliteration C: ekfrastikos Beta Code: e)kfrastiko/s

English (LSJ)

ἐκφραστική, ἐκφραστικόν, descriptive: τὸ ἐκφραστικόν = the faculty of describing, D.L. 5.65; adv. ἐκφραστικῶς = descriptively.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 descriptivoδιήγησις ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6
neutr. subst. τὸ ἐ. capacidad de describir D.L.5.65.
2 adv. ἐκφραστικῶς = descriptivamente λέγει ἐκφραστικῶςποιητής ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν Tz.Comm.Ar.2.419.24.

German (Pape)

[Seite 786] ή, όν, zum Erklären, Beschreiben gehörig, geschickt, D. L. 5, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφραστικός: -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκφραστικός, -ή, -όν)
ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν
η δύναμη της εκφράσεως, η εκφραστικότητα, η έκφραση.