ξανθόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksanthochroos
|Transliteration C=ksanthochroos
|Beta Code=canqo/xroos
|Beta Code=canqo/xroos
|Definition=ον, (χρόα, χρώς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with yellow skin</b>, δέμας <span class="bibl">Mosch.2.84</span> : heterocl. acc. ξανθόχροα <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>11.180</span>.</span>
|Definition=ξανθόχροον, ([[χρόα]], [[χρώς]]) [[with yellow skin]], δέμας Mosch.2.84: heterocl. acc. ξανθόχροα [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 11.180.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόχροος:''' -ον ([[χρόα]], [[χρώς]]), αυτός που έχει κιτρινωπό [[δέρμα]], σε Μόσχ.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόχροος Medium diacritics: ξανθόχροος Low diacritics: ξανθόχροος Capitals: ΞΑΝΘΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: xanthóchroos Transliteration B: xanthochroos Transliteration C: ksanthochroos Beta Code: canqo/xroos

English (LSJ)

ξανθόχροον, (χρόα, χρώς) with yellow skin, δέμας Mosch.2.84: heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn. D. 11.180.

German (Pape)

[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.

Greek Monotonic

ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.