πωλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=politikos
|Transliteration C=politikos
|Beta Code=pwlhtiko/s
|Beta Code=pwlhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">offering for sale</b>, <b class="b3">τὸ τῆς . . ἀρετῆς π</b>. <b class="b2">the trade of offering</b> excellence <b class="b2">for sale</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>224d</span>.</span>
|Definition=πωλητική, πωλητικόν, [[offering for sale]], <b class="b3">τὸ τῆς.. ἀρετῆς π.</b> [[the trade of offering]] excellence [[for sale]], Pl.''Sph.''224d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.
}}
{{elnl
|elnltext=πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλητικός:''' [[продажный]], [[торговый]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλητικός:''' продажный, торговый Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητικός Medium diacritics: πωλητικός Low diacritics: πωλητικός Capitals: ΠΩΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlētikós Transliteration B: pōlētikos Transliteration C: politikos Beta Code: pwlhtiko/s

English (LSJ)

πωλητική, πωλητικόν, offering for sale, τὸ τῆς.. ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.

German (Pape)

[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.

Russian (Dvoretsky)

πωλητικός: продажный, торговый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.