εὐκατάστροφος: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkatastrofos | |Transliteration C=efkatastrofos | ||
|Beta Code=eu)kata/strofos | |Beta Code=eu)kata/strofos | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=εὐκατάστροφον, [[brought to a good conclusion]], [[well-turned]], of a period: only in Adv. [[εὐκαταστρόφως]], ἀπηρτίσθαι Demetr.''Eloc.''10. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1074.png Seite 1074]] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκατάστροφον, brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. εὐκαταστρόφως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.
German (Pape)
[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
Greek Monolingual
εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).