εὐκατάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efkatastrofos
|Transliteration C=efkatastrofos
|Beta Code=eu)kata/strofos
|Beta Code=eu)kata/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brought to a good conclusion, well-turned</b>, of a period: only in Adv. -φως, ἀπηρτίσθαι <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>10</span>.</span>
|Definition=εὐκατάστροφον, [[brought to a good conclusion]], [[well-turned]], of a period: only in Adv. [[εὐκαταστρόφως]], ἀπηρτίσθαι Demetr.''Eloc.''10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>).
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάστροφος Medium diacritics: εὐκατάστροφος Low diacritics: ευκατάστροφος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eukatástrophos Transliteration B: eukatastrophos Transliteration C: efkatastrofos Beta Code: eu)kata/strofos

English (LSJ)

εὐκατάστροφον, brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. εὐκαταστρόφως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.

German (Pape)

[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.

Greek Monolingual

εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).