ἀφαρμάκευτος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afarmakeftos
|Transliteration C=afarmakeftos
|Beta Code=a)farma/keutos
|Beta Code=a)farma/keutos
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ον,</b> [[without medicine]], [[not physicked]], Hp.<span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">27</span>; [[without cosmetics]], ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.<span class="title">Fr.</span>5.4.
|Definition=[μᾰ], ον, [[without medicine]], [[not physicked]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 27; [[without cosmetics]], ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.''Fr.''5.4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαρμάκευτος Medium diacritics: ἀφαρμάκευτος Low diacritics: αφαρμάκευτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apharmákeutos Transliteration B: apharmakeutos Transliteration C: afarmakeftos Beta Code: a)farma/keutos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

German (Pape)

[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφαρμάκευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε
2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό
2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — χωρίς βαφές ή καλλυντικά.