ὑποδιοικητής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodioikitis | |Transliteration C=ypodioikitis | ||
|Beta Code=u(podioikhth/s | |Beta Code=u(podioikhth/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποδιοικητοῦ, ὁ, [[sub]]- [[διοικητής]], ''PSI''6.632.11 (iii B. C.), ''PCair.Zen.''403.12 (iii B. C.), ''PGrenf.''2.23.2 (ii B. C.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδιοικητής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων [[διοικητής]], Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ. | |lstext='''ὑποδιοικητής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων [[διοικητής]], Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑποδιοικητής]], ΝΑ [[διοικητής]]<br />[[άτομο]] που σε μια [[ιεραρχία]] κατέχει [[θέση]] [[αμέσως]] κατώτερη από του διοικητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προϊστάμενος]] υποδιοίκησης·2. <b>στρ.</b> [[αξιωματικός]] στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, [[αμέσως]] [[κατώτερος]] από τον διοικητή. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑποδιοικητοῦ, ὁ, sub- διοικητής, PSI6.632.11 (iii B. C.), PCair.Zen.403.12 (iii B. C.), PGrenf.2.23.2 (ii B. C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδιοικητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων διοικητής, Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.
Greek Monolingual
ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.