διαρθρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarthrotikos
|Transliteration C=diarthrotikos
|Beta Code=diarqrwtiko/s
|Beta Code=diarqrwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[explanatory]], <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>52</span>; δ. τέχνη <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.300</span>; [[giving shape]] or [[form]], Sch.<span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>139</span>.</span>
|Definition=διαρθρωτική, διαρθρωτικόν, [[explanatory]], Epict.''Ench.''52; δ. τέχνη S.E.''M.''1.300; [[giving shape]] or [[form]], Sch.Hes.''Th.''139.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.<i>Th</i>.139.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de distinguir claramente]] τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.<i>Ench</i>.52, τέχνη δ. S.E.<i>M</i>.1.300.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.
|lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.<i>Th</i>.139.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de distinguir claramente]] τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.<i>Ench</i>.52, τέχνη δ. S.E.<i>M</i>.1.300.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρθρωτικός Medium diacritics: διαρθρωτικός Low diacritics: διαρθρωτικός Capitals: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diarthrōtikós Transliteration B: diarthrōtikos Transliteration C: diarthrotikos Beta Code: diarqrwtiko/s

English (LSJ)

διαρθρωτική, διαρθρωτικόν, explanatory, Epict.Ench.52; δ. τέχνη S.E.M.1.300; giving shape or form, Sch.Hes.Th.139.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da forma τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.Th.139.
2 capaz de distinguir claramente τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.Ench.52, τέχνη δ. S.E.M.1.300.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, gliedernd, ausbildend, Schol. Hes. Th. 139; – deutlich machend, Epict. ench. 52, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαρθρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, διασαφητικός, Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ ἐπιτήδειος εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.