κατωνάκη: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katonaki | |Transliteration C=katonaki | ||
|Beta Code=katwna/kh | |Beta Code=katwna/kh | ||
|Definition=[ | |Definition=[νᾰ], ἡ, [[coarse frock with a border of sheepskin]] ([[νάκος]]), worn by slaves and labourers, Ar.''Lys.''1151, ''Ec.''724, Theopomp.Com. 99. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat ([[νάκος]]), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat ([[νάκος]]), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατωνάκη -ης, ἡ [[[κάτω]], [[νάκη]]] katonakè (kledingstuk van schapenvel). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατωνάκη:''' (νᾰ) ἡ [[катонака]] (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατωνάκη''': νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν [[κάτω]] μερῶν [[νάκος]] (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ [[ἀνελεύθερος]]» Σουΐδ. [[ | |lstext='''κατωνάκη''': νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν [[κάτω]] μερῶν [[νάκος]] (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ [[ἀνελεύθερος]]» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατωνάκη]], ἡ (Α)<br />φτωχικό χοντρό [[ένδυμα]] με [[δέρμα]] στο [[κάτω]] [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[νάκη]] «[[δέρμα]] τριχωτό, [[προβειά]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ, coarse frock with a border of sheepskin (νάκος), worn by slaves and labourers, Ar.Lys.1151, Ec.724, Theopomp.Com. 99.
German (Pape)
[Seite 1407] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατωνάκη -ης, ἡ [κάτω, νάκη] katonakè (kledingstuk van schapenvel).
Russian (Dvoretsky)
κατωνάκη: (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κατωνάκη: νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν κάτω μερῶν νάκος (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68.
Greek Monolingual
κατωνάκη, ἡ (Α)
φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»].