ἀμφίτριψ: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(big3_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfitrips
|Transliteration C=amfitrips
|Beta Code=a)mfi/triy
|Beta Code=a)mfi/triy
|Definition=ιβος, ὁ, (τρίβω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rubbed all round:</b> metaph., like [[περίτριμμα]], <b class="b2">practised knave</b>, <span class="bibl">Archil.124</span>, cf. Hsch.</span>
|Definition=ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) rubbed all round: metaph., like [[περίτριμμα]], [[practised knave]], Archil.124, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιβος, ὁ<br />fig. [[experto en truhanerías]] ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores</i> Archil.237, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἀμφίτριψ''': ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ [[περίτριμμα]], ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. [[αὐτόθι]] 3. 286, [[ὅστις]] ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
|lstext='''ἀμφίτριψ''': ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ [[περίτριμμα]], ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. [[αὐτόθι]] 3. 286, [[ὅστις]] ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ιβος, <br />fig. [[experto en truhanerías]] ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores</i> Archil.237, cf. Hsch.
|mltxt=[[ἀμφίτριψ]] (-ιβος), ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τριμμένος]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ευτελής]], [[κάθαρμα]] ([[πρβλ]]. [[περίτριμμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίτριψ Medium diacritics: ἀμφίτριψ Low diacritics: αμφίτριψ Capitals: ΑΜΦΙΤΡΙΨ
Transliteration A: amphítrips Transliteration B: amphitrips Transliteration C: amfitrips Beta Code: a)mfi/triy

English (LSJ)

ιβος, ὁ, (τρίβω) rubbed all round: metaph., like περίτριμμα, practised knave, Archil.124, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ιβος, ὁ
fig. experto en truhanerías ἄνδρας ὣς ἀμφιτρίβας como hombres engañadores Archil.237, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 145] = vor., Theogn. II. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτριψ: ιβος, ὁ, (τρίβω) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ περίτριμμα, ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. αὐτόθι 3. 286, ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.

Greek Monolingual

ἀμφίτριψ (-ιβος), ο (Α)
1. ο τριμμένος ολόγυρα
2. (για πρόσωπα) ευτελής, κάθαρμα (πρβλ. περίτριμμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τριψ < τρίβω.