διάρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarrytos
|Transliteration C=diarrytos
|Beta Code=dia/rrutos
|Beta Code=dia/rrutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">intersected by streams</b>, <span class="bibl">Str.5.1.7</span>, Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span> 7.7; <b class="b3">διαρρύτους· διηντλημένους</b>, Hsch.</span>
|Definition=διάρρυτον, [[intersected by streams]], Str.5.1.7, Epic. in ''Arch.Pap.'' 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διάρρῠτος''': -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, [[κατάρρυτος]], Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.
|dgtxt=(διάρρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[atravesado]], [[irrigado por corrientes de agua]] Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.<br /><b class="num">2</b> διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />traversé par des eaux courantes.<br />'''Étymologie:''' [[διαρρέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[traversé par des eaux courantes]].<br />'''Étymologie:''' [[διαρρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(διάρρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[atravesado]], [[irrigado por corrientes de agua]] Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.<br /><b class="num">2</b> διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.
|lstext='''διάρρῠτος''': -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, [[κατάρρυτος]], Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάρρῠτος:''' -ον, [[κατάρρυτος]], αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />intersected by streams, Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchflossen]], [[bewässert]]</i>, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρῠτος Medium diacritics: διάρρυτος Low diacritics: διάρρυτος Capitals: ΔΙΑΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: diárrytos Transliteration B: diarrytos Transliteration C: diarrytos Beta Code: dia/rrutos

English (LSJ)

διάρρυτον, intersected by streams, Str.5.1.7, Epic. in Arch.Pap. 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, Hsch.

Spanish (DGE)

(διάρρῠτος) -ον
1 atravesado, irrigado por corrientes de agua Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
2 διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des eaux courantes.
Étymologie: διαρρέω.

Greek (Liddell-Scott)

διάρρῠτος: -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, κατάρρυτος, Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάρρυτος, -ον)
1. αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια
2. διάβροχος, κάθυγρος.

Greek Monotonic

διάρρῠτος: -ον, κατάρρυτος, αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.

Middle Liddell

adj
intersected by streams, Strab.

German (Pape)

durchflossen, bewässert, Strab.