ἀμφίκλυστος: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiklystos | |Transliteration C=amfiklystos | ||
|Beta Code=a)mfi/klustos | |Beta Code=a)mfi/klustos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφίκλυστον, [[washed on both sides by waves]], [[ἀκτή]], of a promontory, S.''Tr.''752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.''BC''5.72. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφίκλυστον, washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.
Spanish (DGE)
-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.
German (Pape)
[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκλυστος: кругом омываемый (волнами) (ἀκτή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.
Greek Monolingual
ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.
Greek Monotonic
ἀμφίκλυστος: -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα κύματα, σε Σοφ.
Middle Liddell
κλύζω
washed on both sides by the waves, Soph.