πολυπόθητος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polypothitos | |Transliteration C=polypothitos | ||
|Beta Code=polupo/qhtos | |Beta Code=polupo/qhtos | ||
|Definition= | |Definition=πολυπόθητον, [[much longed-for]], as expl. of [[πολυδίψιος]], Str.8.6.7, Ath.10.433e; <b class="b3">τῆς δίψης οὐδὲν -ότερον</b> ibid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠπόθητος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, πολὺ [[ποθητός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9301· ἴδε [[πολυδίψιος]]. | |lstext='''πολῠπόθητος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, πολὺ [[ποθητός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9301· ἴδε [[πολυδίψιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυπόθητος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ποθητός]], αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τον ξαναδεί ή να τον ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη [[μέρα]] της Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν [[μητέρα]] μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί έντονη [[επιθυμία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυποθήτως]] Μ<br />με πολύ ισχυρό πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), [[πρβλ]]. [[περιπόθητος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυπόθητον, much longed-for, as expl. of πολυδίψιος, Str.8.6.7, Ath.10.433e; τῆς δίψης οὐδὲν -ότερον ibid.
German (Pape)
[Seite 669] viel oder sehr gewünscht, τῆς δίψης οὐδὲν πολυποθητότερον, begehrlicher, Ath. X, 433 e.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, πολὺ ποθητός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9301· ἴδε πολυδίψιος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπόθητος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τον ξαναδεί ή να τον ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα της Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί έντονη επιθυμία.
επίρρ...
πολυποθήτως Μ
με πολύ ισχυρό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποθητός (< ποθῶ), πρβλ. περιπόθητος].