λευκόπους: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkopous
|Transliteration C=lefkopous
|Beta Code=leuko/pous
|Beta Code=leuko/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">white-footed, bare-footed</b>, Βάκχαι <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>72</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>665</span>, <span class="title">Anacreont.</span>8.5.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, gen. ποδος, [[white-footed]], [[bare-footed]], Βάκχαι E.''Cyc.''72 (lyr.), cf. Ar.''Lys.''665, ''Anacreont.''8.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν, <i>gén.</i> ποδος<br />aux pieds blancs, <i>càd</i> nus.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], ποῦς.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόπους:''' 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.
}}
{{ls
|lstext='''λευκόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, [[γυμνόπους]], Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ [[αὐτόθι]] τοὺς Ἑρμηνευτάς).
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[λευκόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει τα πόδια [[λευκά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκόπους:''' ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει [[λευκά]] πόδια ή που έχει [[γυμνά]] πόδια, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-πους,<br />[[white]]-footed, [[bare]]-footed, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπους Medium diacritics: λευκόπους Low diacritics: λευκόπους Capitals: ΛΕΥΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leukópous Transliteration B: leukopous Transliteration C: lefkopous Beta Code: leuko/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, gen. ποδος, white-footed, bare-footed, Βάκχαι E.Cyc.72 (lyr.), cf. Ar.Lys.665, Anacreont.8.5.

German (Pape)

[Seite 34] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
aux pieds blancs, càd nus.
Étymologie: λευκός, ποῦς.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπους: 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, γυμνόπους, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ αὐτόθι τοὺς Ἑρμηνευτάς).

Greek Monolingual

-ουν (Α λευκόπους, -ουν)
αυτός που έχει τα πόδια λευκά.

Greek Monotonic

λευκόπους: ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει λευκά πόδια ή που έχει γυμνά πόδια, σε Ευρ.

Middle Liddell

λευκό-πους,
white-footed, bare-footed, Eur.