ἀναληπτικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analiptikos
|Transliteration C=analiptikos
|Beta Code=a)nalhptiko/s
|Beta Code=a)nalhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[restorative]], [[κύκλος]], of medical treatment, <span class="bibl">Sor.2.88</span>, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.</span>
|Definition=ἀναληπτική, ἀναληπτικόν, [[restorative]], [[κύκλος]], of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. [[ἀναληπτικῶς]] Id.14.672.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[reparador]] de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.<i>Leg</i>.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a base de reconstituyentes]] ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναληπτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.
|lstext='''ἀναληπτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[reparador]] de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.<i>Leg</i>.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a base de reconstituyentes]] ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναληπτικός]], -ή, -όν) [[ἀναλαμβάνω]]<br />(στην Ιατρ.)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάρρωση]], [[δυναμωτικός]], [[τονωτικός]]<br /><b>2.</b> (ο [[πληθυντικός]] του ουδετέρου ως ουσιαστικό) <i>τα αναλγητικά</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη [[ζήτηση]], που μπορεί να αναληφθεί [[αμέσως]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναληπτικός]], -ή, -όν) [[ἀναλαμβάνω]]<br />(στην Ιατρ.)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάρρωση]], [[δυναμωτικός]], [[τονωτικός]]<br /><b>2.</b> (ο [[πληθυντικός]] του ουδετέρου ως ουσιαστικό) <i>τα αναλγητικά</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη [[ζήτηση]], που μπορεί να αναληφθεί [[αμέσως]].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτικός Medium diacritics: ἀναληπτικός Low diacritics: αναληπτικός Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analēptikós Transliteration B: analēptikos Transliteration C: analiptikos Beta Code: a)nalhptiko/s

English (LSJ)

ἀναληπτική, ἀναληπτικόν, restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. ἀναληπτικῶς Id.14.672.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. reparador de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.Leg.69.
2 adv. -ῶς a base de reconstituyentes ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.

German (Pape)

[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.)
1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός
2. (ο πληθυντικός του ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά
νεοελλ.
1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.