στρατοπεδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratopedeftikos
|Transliteration C=stratopedeftikos
|Beta Code=stratopedeutiko/s
|Beta Code=stratopedeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of an encampment</b>, σχήματα <span class="bibl">Plb.6.30.3</span>; <b class="b2">concerning encampments</b>, βίβλος <span class="bibl">Aen.Tact.21.2</span>.</span>
|Definition=στρατοπεδευτική, στρατοπεδευτικόν, [[of an encampment]], σχήματα Plb.6.30.3; [[concerning encampments]], βίβλος Aen.Tact.21.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' [[лагерный]] (σχήματοι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτοπεδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[στρατόπεδον]], σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
|lstext='''στρᾰτοπεδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς [[στρατόπεδον]], σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' лагерный (σχήματοι Polyb.).
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός Medium diacritics: στρατοπεδευτικός Low diacritics: στρατοπεδευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratopedeutikós Transliteration B: stratopedeutikos Transliteration C: stratopedeftikos Beta Code: stratopedeutiko/s

English (LSJ)

στρατοπεδευτική, στρατοπεδευτικόν, of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.

German (Pape)

[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.