πτυάς: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptyas | |Transliteration C=ptyas | ||
|Beta Code=ptua/s | |Beta Code=ptua/s | ||
|Definition= | |Definition=πτυάδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[spitter]], a kind of [[asp]], Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.''Ven.''16, interpol. in Porph.''Abst.''3.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « la baveuse », sorte de vipère <i>ou</i> d'aspic, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πτύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτυάς''': -άδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[εἶδος]] [[σφόδρα]] δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν [[σῶμα]] ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19. | |lstext='''πτυάς''': -άδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[εἶδος]] [[σφόδρα]] δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν [[σῶμα]] ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ισχάς]], [[μαινάς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
πτυάδος, ἡ, (πτύω) spitter, a kind of asp, Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.Ven.16, interpol. in Porph.Abst.3.9.
German (Pape)
[Seite 811] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
litt. « la baveuse », sorte de vipère ou d'aspic, animal.
Étymologie: πτύω.
Greek (Liddell-Scott)
πτυάς: -άδος, ἡ, (πτύω) εἶδος σφόδρα δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν σῶμα ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον του στόχου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ισχάς, μαινάς)].