περίποτος: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripotos | |Transliteration C=peripotos | ||
|Beta Code=peri/potos | |Beta Code=peri/potos | ||
|Definition= | |Definition=περίποτον, ([[πίνω]]) of a cup, to [[be drunk from on both sides]] (to explain <b class="b3">δέπας ἀμφικύπελλον</b>), Ath.11.783b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] χρησιμοποιείται ως [[ερμηνεία]] του [[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]) (για [[ποτήρι]] ή [[κύπελλο]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν' ᾖ περίποτον, τὸ [[πανταχόθεν]] πίνειν ἐπιτήδειον», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτός]]<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), | |mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] χρησιμοποιείται ως [[ερμηνεία]] του [[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]) (για [[ποτήρι]] ή [[κύπελλο]]) αυτός από τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν' ᾖ περίποτον, τὸ [[πανταχόθεν]] πίνειν ἐπιτήδειον», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ποτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποτός]]<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[εύποτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
περίποτον, (πίνω) of a cup, to be drunk from on both sides (to explain δέπας ἀμφικύπελλον), Ath.11.783b.
German (Pape)
[Seite 589] ringsherum zu trinken, so lautet eine Erkl. von ἀμφικύπελλον bei Ath. XI, 783 a, wo hinzugesetzt ist πανταχόθεν πίνειν ἐπιτήδειος.
Greek (Liddell-Scott)
περίποτος: -ον, (πίνω) ἐπὶ ποτηρίου, «περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν ἐπιτήδειον» (πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. ἀμφικύπελλον) Ἀθήν. 783Β (ἐν σελ. 350 τοῦ β΄ τόμου τῆς ἐκδ. Meineke).
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως χρησιμοποιείται ως ερμηνεία του δέπας ἀμφικύπελλον) (για ποτήρι ή κύπελλο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν' ᾖ περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν ἐπιτήδειον», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ποτος (< ποτός< πίνω), πρβλ. εύποτος].