ἐλεγειακός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elegeiakos | |Transliteration C=elegeiakos | ||
|Beta Code=e)legeiako/s | |Beta Code=e)legeiako/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐλεγειακή, ἐλεγειακόν, [[elegiac]], πεντάμετρον [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, cf.Heph.1.5; [[written in distichs]], ἐπίνικον Ath.4.144e, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[elegíaco]] πεντάμετρον D.H.<i>Comp</i>.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos</i> Ath.144e. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλεγειακός''': -ή, -όν, εἰς τὸ [[ἐλεγεῖον]] ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ. | |lstext='''ἐλεγειακός''': -ή, -όν, εἰς τὸ [[ἐλεγεῖον]] ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγειακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που ανήκει στο [[ελεγείο]] από την [[άποψη]] του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «[[ελεγειακός]] [[στίχος]]» — ο [[δακτυλικός]] [[πεντάμετρος]] [[στίχος]] — υυ| — υυ| — | — υυ| — υυ| —<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεγειακός]] [[ποιητής]]» ή <b>ως ουσ.</b> [[ελεγειακός]]<br />ο [[ελεγειογράφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[δίστιχο]]» — [[δίστιχο]] που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και ένα δακτυλικό πεντάμετρο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[ποίημα]]», «ἐπίνικον ἐλεγειακόν» — [[ποίημα]] που αποτελείται από ελεγειακά δίστιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελεγείας<br /><b>2.</b> όποιος χαρακτηρίζεται από τη [[θλίψη]] ή τη [[μελαγχολία]] της θρηνητικής ελεγείας. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγειακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που ανήκει στο [[ελεγείο]] από την [[άποψη]] του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «[[ελεγειακός]] [[στίχος]]» — ο [[δακτυλικός]] [[πεντάμετρος]] [[στίχος]] — υυ| — υυ| — | — υυ| — υυ| —<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεγειακός]] [[ποιητής]]» ή <b>ως ουσ.</b> [[ελεγειακός]]<br />ο [[ελεγειογράφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[δίστιχο]]» — [[δίστιχο]] που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και ένα δακτυλικό πεντάμετρο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[ποίημα]]», «ἐπίνικον ἐλεγειακόν» — [[ποίημα]] που αποτελείται από ελεγειακά δίστιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελεγείας<br /><b>2.</b> όποιος χαρακτηρίζεται από τη [[θλίψη]] ή τη [[μελαγχολία]] της θρηνητικής ελεγείας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλεγειακή, ἐλεγειακόν, elegiac, πεντάμετρον D.H.Comp.25, cf.Heph.1.5; written in distichs, ἐπίνικον Ath.4.144e, etc.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
elegíaco πεντάμετρον D.H.Comp.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos Ath.144e.
German (Pape)
[Seite 793] elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγειακός: -ή, -όν, εἰς τὸ ἐλεγεῖον ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγειακός, -ή, -όν)
1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» — ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος — υυ