πρόσυλος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosylos
|Transliteration C=prosylos
|Beta Code=pro/sulos
|Beta Code=pro/sulos
|Definition=ον, (ὕλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conjoined, connected with matter</b>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Cra.</span> p.71</span> P., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>265</span>, <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>284.14</span>.</span>
|Definition=πρόσυλον, ([[ὕλη]]) [[conjoined]], [[connected with matter]], Procl. ''in Cra.'' p.71 P., Dam.''Pr.''265, Eustr.''in EN''284.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσῡλος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
|lstext='''πρόσῡλος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] προσκολλημένος στην ύλη, που [[είναι]] συνενωμένος με την ύλη<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υλικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσύλως</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>υλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i>), [[πρβλ]]. [[ένυλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσῡλος Medium diacritics: πρόσυλος Low diacritics: πρόσυλος Capitals: ΠΡΟΣΥΛΟΣ
Transliteration A: prósylos Transliteration B: prosylos Transliteration C: prosylos Beta Code: pro/sulos

English (LSJ)

πρόσυλον, (ὕλη) conjoined, connected with matter, Procl. in Cra. p.71 P., Dam.Pr.265, Eustr.in EN284.14.

German (Pape)

[Seite 784] zur Materie gehörig, ihr anhangend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσῡλος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὕλην, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -λως, Διον. Ἀρ.· -προσυλώδης, ες, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη
2. (κατ' επέκτ.) υλικός.
επίρρ...
προσύλως Α
κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -υλος (< ὕλη), πρβλ. ένυλος].