κυλλοποδίων: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyllopodion
|Transliteration C=kyllopodion
|Beta Code=kullopodi/wn
|Beta Code=kullopodi/wn
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ονος, ὁ,</b> (πούς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">club-footed, halting</b>, epith. of Hephaistos, <span class="bibl">Il.18.371</span>, <span class="bibl">20.270</span>: voc. κυλλοπόδῑον <span class="bibl">21.331</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ονος, ὁ, ([[πούς]]) [[club-footed]], [[halting]], [[epithet]] of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος;<br /><i>adj. m.</i><br />boiteux.<br />'''Étymologie:''' [[κυλλός]], [[πούς]].
|btext=ονος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[boiteux]].<br />'''Étymologie:''' [[κυλλός]], [[πούς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=voc. -πόδῖον ([[κυλλός]], [[πούς]]): [[crook]]-footed, epith. of [[Hephaestus]]. (Il.)
|auten=voc. -πόδῖον ([[κυλλός]], [[πούς]]): [[crook]]-footed, [[epithet]] of [[Hephaestus]]. (Il.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλλοποδίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />([[προσωνυμία]] του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ποδ</i>- του [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>ποδ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> για εκφραστικούς λόγους].
|mltxt=[[κυλλοποδίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />([[προσωνυμία]] του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]] <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ποδ</i>- του [[πούς]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>ποδ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> για εκφραστικούς λόγους].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.
|elnltext=κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος &#91;[[κυλλός]], [[πούς]]] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυλλοποδίων:''' ονος (ῑ) adj. m хромоногий ([[Ἣφαιστος]] Hom.).
|elrutext='''κυλλοποδίων:''' ονος (ῑ) adj. m хромоногий ([[Ἣφαιστος]] Hom.).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Krummfüßige]], [[Hinkende]]</i>, [[Beiname]] des Hephaestus; <i>Il</i>. 18.371, 20.270; voc. κυλλοπόδῑον, 21.331.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλοποδίων Medium diacritics: κυλλοποδίων Low diacritics: κυλλοποδίων Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΔΙΩΝ
Transliteration A: kyllopodíōn Transliteration B: kyllopodiōn Transliteration C: kyllopodion Beta Code: kullopodi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, (πούς) club-footed, halting, epithet of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
boiteux.
Étymologie: κυλλός, πούς.

English (Autenrieth)

voc. -πόδῖον (κυλλός, πούς): crook-footed, epithet of Hephaestus. (Il.)

Greek Monolingual

κυλλοποδίων, -ονος, ὁ (Α)
(προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ- του πούς (πρβλ. γεν. ποδ-ός) + κατάλ. -ίων για εκφραστικούς λόγους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.

Russian (Dvoretsky)

κυλλοποδίων: ονος (ῑ) adj. m хромоногий (Ἣφαιστος Hom.).

German (Pape)

ὁ, der Krummfüßige, Hinkende, Beiname des Hephaestus; Il. 18.371, 20.270; voc. κυλλοπόδῑον, 21.331.