χλευαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlevastikos
|Transliteration C=chlevastikos
|Beta Code=xleuastiko/s
|Beta Code=xleuastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">derisory</b>, σκῶμμα <span class="bibl">Ph.2.552</span>. Adv. -κῶς Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xvii 9, <span class="bibl">Poll.6.200</span>.</span>
|Definition=χλευαστική, χλευαστικόν, [[derisory]], [[σκῶμμα]] Ph.2.552. Adv. [[χλευαστικῶς]] Satyr.''Vit.Eur.Fr.''39 xvii 9, Poll.6.200.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1358.png Seite 1358]] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.
}}
{{ls
|lstext='''χλευαστικός''': -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χλευαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να χλευάζει («χλευαστικὸς [[κόλαξ]]», <b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χλευαστικώς</i> / <i>χλευαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>χλευαστικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστικός Medium diacritics: χλευαστικός Low diacritics: χλευαστικός Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chleuastikós Transliteration B: chleuastikos Transliteration C: chlevastikos Beta Code: xleuastiko/s

English (LSJ)

χλευαστική, χλευαστικόν, derisory, σκῶμμα Ph.2.552. Adv. χλευαστικῶς Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 9, Poll.6.200.

German (Pape)

[Seite 1358] adv χλευαστικῶς, spöttisch, zum Verspotten, zur schnöden Behandlung gehörig, geneigt, Sp., Poll. 9, 149.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς τὸ χλευάζειν, ἀγαπῶν νὰ χλευάζῃ, Ἐφιφάν. 69. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 200.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλευαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χλευάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλευασμό
2. αυτός που έχει την τάση να χλευάζει («χλευαστικὸς κόλαξ», Πολυδ.).
επίρρ...
χλευαστικώς / χλευαστικῶς ΝΜΑ, και χλευαστικά Ν
κατά τρόπο χλευαστικό, περιπαικτικά.