λυκοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykoforos | |Transliteration C=lykoforos | ||
|Beta Code=lukofo/ros | |Beta Code=lukofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=λυκοφόρον, [[branded with the mark of a wolf]], name of a swift breed of Venetian horses (cf. [[λυκοσπάς]] ''ΙΙ''), Str.5.1.9. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
λυκοφόρον, branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς ΙΙ), Str.5.1.9.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.
Greek Monolingual
λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].
German (Pape)
einen Wolf als eingebranntes Zeichen tragend, Strabo V p. 215.