ἀπεριήγητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperiigitos | |Transliteration C=aperiigitos | ||
|Beta Code=a)perih/ghtos | |Beta Code=a)perih/ghtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπεριήγητον, [[not traced out]], ἀ. καθάπερ τινὶ περιγραφῇ Pl.''Lg.'' 770b; ἀ. τῷ πλήθει [[innumerable]], Simp.inPh.178.29. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπεριήγητον, not traced out, ἀ. καθάπερ τινὶ περιγραφῇ Pl.Lg. 770b; ἀ. τῷ πλήθει innumerable, Simp.inPh.178.29.
Spanish (DGE)
-ον
1 no expuesto τὸ ὅλον εἰς δύναμιν οὐκ ἀνήσομεν ἀπεριήγητον καθάπερ τινὶ περιγραφῇ Pl.Lg.770b.
2 innumerable ἀ. τῷ πλήθει Simp.in Ph.178.29.
German (Pape)
[Seite 287] nicht erklärt, Plat. Legg. VI, 770 b.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριήγητος: неразработанный, данный в общих чертах Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεριήγητος: -ον, ἀπερίγραπτος, ἀνεξήγητος, οὐκ ἀνήσομεν ἀπεριήγητον καθάπερ τινὶ περιγραφῇ Πλάτ. Νόμ. 770Β· ἀπερίγραπτος, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 453.
Greek Monolingual
ἀπεριήγητος, -ον (AM)
μσν.
απερίγραπτος -
αρχ.
ανεξήγητος.