ἰσοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isovaris
|Transliteration C=isovaris
|Beta Code=i)sobarh/s
|Beta Code=i)sobarh/s
|Definition=ές, [[of equal weight]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>273b24</span>,<span class="bibl">308b34</span>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.175</span>, <span class="bibl">Archim.<span class="title">Fluit.</span>1.3</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span> 27</span>.
|Definition=ἰσοβαρές, [[of equal weight]], Arist.''Cael.''273b24,308b34, Chrysipp.Stoic.2.175, Archim.''Fluit.''1.3, Luc.''Vit.Auct.'' 27.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]].
|btext=ής, ές :<br />d'un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοβᾰρής:''' [[одинаково тяжелый]], [[равный по весу]] (τινος и τινι Arst., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές [[πάνω]] σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[ετεροβαρής]], [[ομοιοβαρής]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές [[πάνω]] σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[ετεροβαρής]], [[ομοιοβαρής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοβᾰρής:''' [[одинаково тяжелый]], [[равный по весу]] (τινος и τινι Arst., Luc.).
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοβᾰρής Medium diacritics: ἰσοβαρής Low diacritics: ισοβαρής Capitals: ΙΣΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: isobarḗs Transliteration B: isobarēs Transliteration C: isovaris Beta Code: i)sobarh/s

English (LSJ)

ἰσοβαρές, of equal weight, Arist.Cael.273b24,308b34, Chrysipp.Stoic.2.175, Archim.Fluit.1.3, Luc.Vit.Auct. 27.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un poids égal à, gén. ou dat..
Étymologie: ἴσος, βάρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοβᾰρής: одинаково тяжелый, равный по весу (τινος и τινι Arst., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοβᾰρής: -ές, ἔχων ἴσον βάρος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 8., 4. 2, 7, κτλ.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον
2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την ίδια βαρομετρική πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ετεροβαρής, ομοιοβαρής].