ματαιοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mataioponos
|Transliteration C=mataioponos
|Beta Code=mataiopo/nos
|Beta Code=mataiopo/nos
|Definition=ον, [[labouring in vain]], τεχνίτης <span class="bibl">Ph.2.500</span>; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.5</span>, cf. <span class="bibl">Apollon.Cit. 3</span>.
|Definition=ματαιοπόνον, [[labouring in vain]], τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.''UP''5.5, cf. Apollon.Cit. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ματαιοπόνον, labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργοπόνος, οφθαλμοπόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.

Middle Liddell

μᾰταιο-πόνος, ον
labouring in vain, Philo.

German (Pape)

vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.