καρανιστήρ: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karanistir | |Transliteration C=karanistir | ||
|Beta Code=karanisth/r | |Beta Code=karanisth/r | ||
|Definition= | |Definition=καρανιστῆρος, ο, ἡ, [[beheading]], [[touching the head]], κ. δίκαι A.''Eu.'' 186:—also [[καρανιστὴς μόρος]] E.''Rh.''817. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>]. | |mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰρᾱνιστήρ:''' ῆρος ὁ [[рубящий головы]], [[лишающий жизни]] (δίκαι Aesch.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] [[dodelijk]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰρᾱνιστήρ, ῆρος,<br />[[beheading]], [[capital]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
καρανιστῆρος, ο, ἡ, beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also καρανιστὴς μόρος E.Rh.817.
German (Pape)
[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. καρανιστής.
Greek Monolingual
καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].
Greek Monotonic
κᾰρᾱνιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱνιστήρ: ῆρος ὁ рубящий головы, лишающий жизни (δίκαι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.