πολύβιβλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠβιβλος
|Full diacritics=πολῠ́βιβλος
|Medium diacritics=πολύβιβλος
|Medium diacritics=πολύβιβλος
|Low diacritics=πολύβιβλος
|Low diacritics=πολύβιβλος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvivlos
|Transliteration C=polyvivlos
|Beta Code=polu/biblos
|Beta Code=polu/biblos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in many books</b>, ἱστορία <span class="bibl">Ath.6.249a</span>; πραγματεία Gal.1.409, cf. <span class="title">IGRom.</span> 4.1655 (Notium: <b class="b3">-βυβλον</b> lapis).</span>
|Definition=πολύβιβλον, [[in many books]], ἱστορία Ath.6.249a; πραγματεία Gal.1.409, cf. ''IGRom.'' 4.1655 (Notium: -βυβλον lapis).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύβιβλος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, [[ἱστορία]] Ἀθήν. 249Α.
|lstext='''πολύβιβλος''': -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, [[ἱστορία]] Ἀθήν. 249Α.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύβιβλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] βιβλία, [[πολύτομος]] («[[πολύβιβλος]] [[ιστορία]]», Αθην.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πολλά]] βιβλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βίβλος]] / [[βιβλίον]] ([[πρβλ]]. [[μονόβιβλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βιβλος Medium diacritics: πολύβιβλος Low diacritics: πολύβιβλος Capitals: ΠΟΛΥΒΙΒΛΟΣ
Transliteration A: polýbiblos Transliteration B: polybiblos Transliteration C: polyvivlos Beta Code: polu/biblos

English (LSJ)

πολύβιβλον, in many books, ἱστορία Ath.6.249a; πραγματεία Gal.1.409, cf. IGRom. 4.1655 (Notium: -βυβλον lapis).

German (Pape)

[Seite 660] von vielen Büchern od. Bänden, ἱστορία, Ath. VI, 249 a.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβιβλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν βιβλ. ἀποτελούμενος, ἱστορία Ἀθήν. 249Α.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύβιβλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
(για συγγράμματα) αυτός που αποτελείται από πολλά βιβλία, πολύτομοςπολύβιβλος ιστορία», Αθην.)
μσν.
αυτός που έχει πολλά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βίβλος / βιβλίον (πρβλ. μονόβιβλος)].