ἀνείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aneisaktos
|Transliteration C=aneisaktos
|Beta Code=a)nei/saktos
|Beta Code=a)nei/saktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not initiated]], = [[ἀμύητος]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>17.75</span>; applied by Stoics to their opponents, <span class="title">Stoic.</span>2.250.</span>
|Definition=ἀνείσακτον, [[not initiated]], = [[ἀμύητος]], Iamb.''VP''17.75; applied by Stoics to their opponents, ''Stoic.''2.250.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no iniciado]] en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.250, Iambl.<i>VP</i> 75.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνείσακτος''': -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, [[ἀμύητος]] Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθάγ. 17, κτλ.
|lstext='''ἀνείσακτος''': -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, [[ἀμύητος]] Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθάγ. 17, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no iniciado]] en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.250, Iambl.<i>VP</i> 75.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνείσακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπόρευμα]] του οποίου δεν έγινε [[εισαγωγή]] από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε [[άδεια]] εισαγωγής<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμύητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνείσακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπόρευμα]] του οποίου δεν έγινε [[εισαγωγή]] από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε [[άδεια]] εισαγωγής<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αμύητος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσακτος Medium diacritics: ἀνείσακτος Low diacritics: ανείσακτος Capitals: ΑΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aneísaktos Transliteration B: aneisaktos Transliteration C: aneisaktos Beta Code: a)nei/saktos

English (LSJ)

ἀνείσακτον, not initiated, = ἀμύητος, Iamb.VP17.75; applied by Stoics to their opponents, Stoic.2.250.

Spanish (DGE)

-ον
no iniciado en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.Stoic.2.250, Iambl.VP 75.

German (Pape)

[Seite 220] nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσακτος: -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, ἀμύητος Ἰαμβλ. βίος Πυθάγ. 17, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνείσακτος, -ον)
νεοελλ.
εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής
αρχ.
ο αμύητος.