πολυαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyastragalos
|Transliteration C=polyastragalos
|Beta Code=poluastra/galos
|Beta Code=poluastra/galos
|Definition=[ᾰγ], ον, [[strung with many knucklebones]], <b class="b3">μάστις π</b>., = [[ἀστραγαλωτή]], <span class="title">AP</span>6.234 (Eryc.).
|Definition=[ᾰγ], ον, [[strung with many knucklebones]], <b class="b3">μάστις π.</b>, = [[ἀστραγαλωτή]], ''AP''6.234 (Eryc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, [[δηλαδή]] πολλούς κόμπους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστις]] [[πολυαστράγαλος]]» — [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀστράγαλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-[[αστράγαλος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, [[δηλαδή]] πολλούς κόμπους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστις]] [[πολυαστράγαλος]]» — [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀστράγαλος]] ([[πρβλ]]. [[καλλιαστράγαλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαστράγᾰλος Medium diacritics: πολυαστράγαλος Low diacritics: πολυαστράγαλος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: polyastrágalos Transliteration B: polyastragalos Transliteration C: polyastragalos Beta Code: poluastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

πολυαστράγαλος: (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ μάστις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλιαστράγαλος)].

Greek Monotonic

πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-αστράγᾰλος, ον,
with many joints, Anth.