τηλεκλυτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tileklytos
|Transliteration C=tileklytos
|Beta Code=thlekluto/s
|Beta Code=thlekluto/s
|Definition=όν, = [[τηλεκλειτός]], [[Ὀρέστης]] <span class="bibl">Od.1.30</span>, cf. <span class="title">Chron.Lind.C.</span>51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης <span class="bibl">Il.19.400</span>.
|Definition=τηλεκλυτόν, = [[τηλεκλειτός]], [[Ὀρέστης]] Od.1.30, cf. ''Chron.Lind.C.''51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεκλῠτός Medium diacritics: τηλεκλυτός Low diacritics: τηλεκλυτός Capitals: ΤΗΛΕΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: tēleklytós Transliteration B: tēleklytos Transliteration C: tileklytos Beta Code: thlekluto/s

English (LSJ)

τηλεκλυτόν, = τηλεκλειτός, Ὀρέστης Od.1.30, cf. Chron.Lind.C.51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.

German (Pape)

[Seite 1106] dasselbe, was τηλεκλειτός, weit, in der Ferne berühmt; Ὀρέστης, Od. 1, 30, vgl. Il. 19, 400. Den Accent bemerkt E. M. ausdrücklich; vgl. Buttm. Lexil. II p. 253.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. τηλεκλειτός.
Étymologie: τῆλε, κλύω.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλῠτός: Hom. = τηλεκλειτός.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεκλῠτός: (οὐχὶ τηλέκλυτος Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. κλειτὸς ἐν τέλει), όν, = τηλεκλειτός, (ἀπὸ τοῦ ὁποίου διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς παραληγούσης), Ὀρέστης Ὀδ. Α. 30· ἐπὶ ἵππων, τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης Ἰλ. Τ. 400.

English (Autenrieth)

τηλεκλειτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τηλεκλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλυτός «ένδοξος» (< κλύω), πρβλ. ναυσικλυτός.

Greek Monotonic

τηλεκλῠτός: -όν, = τηλεκλειτός, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τηλε-κλῠτός, όν = τηλεκλειτός, Hom.]