στοιχιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoichiaios
|Transliteration C=stoichiaios
|Beta Code=stoixiai=os
|Beta Code=stoixiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equal to one row</b> or <b class="b2">course</b>, in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα <span class="title">IG</span>22.463.57.</span>
|Definition=α, ον, [[equal to one row]] or [[course]], in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα ''IG''22.463.57.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ [[στρῶμα]], ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.
|lstext='''στοιχιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ [[στρῶμα]], ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>(δομ.)</b> αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... [[πάχος]] στοιχιαῖα, [[μῆκος]] ὀκτώποδα», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[ποδιαῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχιαῖος Medium diacritics: στοιχιαῖος Low diacritics: στοιχιαίος Capitals: ΣΤΟΙΧΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stoichiaîos Transliteration B: stoichiaios Transliteration C: stoichiaios Beta Code: stoixiai=os

English (LSJ)

α, ον, equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῖα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδιαῖος)].