πεισματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peismatikos
|Transliteration C=peismatikos
|Beta Code=peismatiko/s
|Beta Code=peismatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a cable</b> : metaph., <b class="b2">pertinacious</b>, PMasp.97 ii 43(vi A. D.), <span class="bibl">Eust.1927.7</span>.</span>
|Definition=πεισματική, πεισματικόν, [[like a cable]]: metaph., [[pertinacious]], PMasp.97 ii 43(vi A. D.), Eust.1927.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] = [[πεισμάτιος]], Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] = [[πεισμάτιος]], Eust.
}}
{{ls
|lstext='''πεισμᾰτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς [[καλῴδιον]]· μεταφορ., πεισματώδης, [[ἐπίμονος]], Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεισματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -<i>ατος</i> (Ι)]<br />αυτός που επιμένει [[σταθερά]] και επίμονα σε [[κάτι]], [[πεισματάρικος]], [[επίμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεισματικά</i><br />λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>πεισματικά</i><br />με [[πείσμα]], με [[επιμονή]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με χοντρό [[σχοινί]], με [[καραβόσκοινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[πεισματάρης]], ο [[επίμονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πεισματικώς</i> / <i>πεισματικῶς</i> ΝΜΑ, <i>πεισματικά</i> Ν<br />με [[πείσμα]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]], πολύ επίμονα.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεισμᾰτικός Medium diacritics: πεισματικός Low diacritics: πεισματικός Capitals: ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peismatikós Transliteration B: peismatikos Transliteration C: peismatikos Beta Code: peismatiko/s

English (LSJ)

πεισματική, πεισματικόν, like a cable: metaph., pertinacious, PMasp.97 ii 43(vi A. D.), Eust.1927.7.

German (Pape)

[Seite 547] = πεισμάτιος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεισμᾰτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς καλῴδιον· μεταφορ., πεισματώδης, ἐπίμονος, Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεισματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -ατος (Ι)]
αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά
λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα
2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) πεισματικά
με πείσμα, με επιμονή, με ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
1. όμοιος με χοντρό σχοινί, με καραβόσκοινο
2. μτφ. ο πεισματάρης, ο επίμονος.
επίρρ...
πεισματικώς / πεισματικῶς ΝΜΑ, πεισματικά Ν
με πείσμα, με ισχυρογνωμοσύνη, πολύ επίμονα.