ἐδαφικός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=edafikos
|Transliteration C=edafikos
|Beta Code=e)dafiko/s
|Beta Code=e)dafiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pertaining to land]], ἔργα <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.163.19</span> (i A.D.); ἐλάσσωμα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>20.8</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ἐδαφική, ἐδαφικόν, [[pertaining to land]], ἔργα ''PLond.''2.163.19 (i A.D.); ἐλάσσωμα ''BGU''20.8 (ii A.D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδᾰφικός Medium diacritics: ἐδαφικός Low diacritics: εδαφικός Capitals: ΕΔΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: edaphikós Transliteration B: edaphikos Transliteration C: edafikos Beta Code: e)dafiko/s

English (LSJ)

ἐδαφική, ἐδαφικόν, pertaining to land, ἔργα PLond.2.163.19 (i A.D.); ἐλάσσωμα BGU20.8 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a la tierra, al terreno de cultivo ἐπιτελούντων τὰ κα[θήκον] τα ἀμπελικὰ καὶ ἐδαφικὰ ἔργα πάντ[α PLond.2.163.19 (I d.C.), τὰ ἔργα πάν] τα ἐδαφικὰ καὶ δενδρικά PHamb.269.9 (III d.C.), ἐδαφικὸν ἐλάσσωμα rebaja fiscal relativa al terreno, BGU 20.8, PBouriant 42.32 (ambos II d.C.).
2 que está al nivel del suelo (φοινίκων) οἱ δὲ πυθ(μένες) ἐδαφικοί los tocones de las palmeras están al nivel del suelo al haber sido cortadas de raíz PBerl.Leihg.38.39 (II d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐδαφικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη, στο έδαφος (α. «εδαφικό ζήτημα» ή «εδαφικές διεκδικήσεις» — διαφωνία ή διεκδικήσεις που έχουν σχέση με την κυριότητα εκτάσεων ή περιοχών
β. «εδαφική μορφολογία» — η μορφολογία του εδάφους, η μελέτη και περιγραφή ή αποτύπωση τών τρισδιάστατων σχηματισμών του εδάφους)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στους αγρούς.